- χύμωσις
- χῡμ-ωσις, εως, ἡ, a stage of πέψις, almostA = χύλωσις, ἀποτυχία χυλοποιήσεως καὶ χυμώσεως καὶ τῆς τέψεως Steph. in Hp.1.154D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χύμωσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύμωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ μσν. ανάμιξη, συγχώνευση αρχ. η διεργασία τής πέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυμεία + ωσις, πιθ. μέσω αμάρτυρου *χυμῶ (βλ. λ. χημεία)] … Dictionary of Greek
χύμωσιν — χύμωσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυμώσεως — χυμώσεω̆ς , χύμωσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)